- Φασιανος
- ΦασιανόςΦᾱσιᾱνόςI2фасидский
(ἀνήρ Arst.)
ὅ Φ. ὄρνις Luc. — фазанIIὅ уроженец или житель города Φᾶσις, Arph., Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνήρ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Φασιανός — from the river Phasis masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… … Dictionary of Greek
φασιανός — φᾱσιᾱνός , φασιανός from the river Phasis masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασιανός — ο 1. πουλί στο μέγεθος μικρής κότας, της οικογένειας Φασιανίδες, το φαζάνι, η αγριόκοτα. 2. (ζωολ.), γένος ορνιθοειδών πουλιών της οικογένειας Φασιανίδες που περιλαμβάνει πολλά είδη, των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φασιανόν — Φασιανός from the river Phasis masc/fem acc sg Φασιανός from the river Phasis neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φασιανοί — Φασιανός from the river Phasis masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φασιανοῦ — Φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φασιανούς — Φασιανός from the river Phasis masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φασιανῶν — Φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
ορνιθοφασιανός — ὀρνιθοφασιανός, ὁ (Μ) ο φασιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + φασιανός] … Dictionary of Greek